-
1 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
См. также в других словарях:
Σνέλιους — (Snellius). Εκλατινισμένο όνομα του Ολλανδού μαθηματικού, φυσικού και αστρονόμου Βίλεμπροντ Σνελ βαν Ρόγιεν (1591 1626). Μετά τις σπουδές που έκανε στη Βοημία, Γερμανία και Γαλλία διαδέχτηκε τον πατέρα του Ρούντολφ (1546 1613) στην έδρα των… … Dictionary of Greek
Ντούντοκ, Βίλεμ Μαρίνους — (Willem MarinusDudok, Άμστερνταμ 1884 – 1974). Ολλανδός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Υπήρξε αρχιτέκτονας των δήμων του Λέιντεν και του Χίλβερσουμ, αλλά απασχολήθηκε με τα σχέδια και άλλων πόλεων (όπως της Χάγης), φανερώνοντας αντιλήψεις εντελώς… … Dictionary of Greek